- ρέψιμο
- και ρεύξιμο, το, Νο ερευγμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρεύ(γ)ομαι + κατάλ. -ιμο (πρβλ. κλάψιμο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρέψιμο — το, ατος πληθ. ατα, η ερυγή, το να ρεύεται κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρομμυοξυρεγμία — κρομμυοξυρεγμία, ἡ (Α) ρέψιμο με οσμή κρεμμυδίλας και ξινίλας («τοῡ μὲν γὰρ ὄξει κρομμυοξυρεγμίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αριστοφάνειο κωμικό «επ ευκαιρία σύνθετο» < κρόμμυον + ὀξυρεγμία «ξινίλα τού στομάχου και ρέψιμο λόγω δυσπεψίας»] … Dictionary of Greek
έρευγμα — ἔρευγμα και ἔρυγμα, τὸ (Α) [ερεύγομαι (I)] 1. ερευγμός*, ρέψιμο, ιδίως για φαγητό που επιφέρει εμετό 2. στον πληθ. τὰ ἐρεύγματα τα πολυτελή εδέσματα (Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
έρυξις — ἔρυξις, ἡ (Α) [ερεύγομαι (I)] έρευξις, ρέψιμο … Dictionary of Greek
εποξίζω — ἐποξίζω (Α) φρ. «ἐποξίζουσαν ἐρυγήν» ρέψιμο με ξινίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οξίζω (< οξύς)] … Dictionary of Greek
ερευγματώδης — ἐρευγματώδης, ες και ἐρευγμώδης, ες (Α) [έρευγμα] αυτός που προκαλεί ρέψιμο («κρέα... ἐρευγματώδεα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
ερευγμός — ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [ερεύγομαι (I)] η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο … Dictionary of Greek
ερευξίχολος — ἐρευξίχολος, ον (Μ) αυτός που βγάζει χολή, που κάνει εμετό χολή, χολερικός, οξύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρευξις «ρέψιμο» + χολος (< χολή)) … Dictionary of Greek
κατερεύγομαι — (Α) φέρνω με ρέψιμο την τροφή από το στομάχι και τη φτύνω πάνω ή μπροστὰ σε κάποιον («ὡς θερμὸν ἡ μιαρὰ τί μου κατήρυγεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρεύγομαι «ρεύομαι»] … Dictionary of Greek
ξινάδα — η [ξινός] 1. η ιδιότητα τού ξινού, οξύτητα, ξινίλα 2. χαρακτηριστική γεύση τού στόματος ή κατάσταση τού στομάχου που παρέχει την αίσθηση τού ξινού, ξινίλα 3. οξυρεγμία, ρέψιμο ξινίλας … Dictionary of Greek